προαπογεύομαι

προαπογεύομαι
Α
δοκιμάζω κάτι με τη γεύση εκ τών προτέρων («τροφῆς προαπογεύονται», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀπογεύομαι «δοκιμάζω με τη γεύση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προαπογεύονται — προαπογεύομαι taste before pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”